- ἐπαγγέλματος
- ἐπάγγελμαpromiseneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… … Dictionary of Greek
επαγγελματική ένωση ή οργάνωση — Σωματείο, του οποίου τα μέλη ασκούν ένα ελεύθερο επάγγελμα και το οποίο έχει σκοπό την προάσπιση των κοινών συμφερόντων καθώς και την επαγγελματική πειθαρχία και το ήθος των μελών του. Οι ε.ε. παρουσιάζουν μερικές αναλογίες με τα συνδικάτα που… … Dictionary of Greek
άδεια — Η ελευθερία να κάνει κανείς ό,τι θέλει· έγγραφο παροχής ελεύθερης ενέργειας σε ορισμένο ζήτημα (π.χ. ά. γάμου)· ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος και, στα αρχαία ελληνικά, αφοβία, ασφάλεια και αμνηστία. ά. απόπλου. Η ά. για την αναχώρηση ενός πλοίου από … Dictionary of Greek
βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
ξενοδοχείο — Οίκημα που είναι ειδικά εξοπλισμένο για να προσφέρει με πληρωμή, στέγη και μερικές φορές τροφή. Ιστορία. Τα αρχαιότερα ξ. για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες εμφανίστηκαν σε σημεία που συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος, όπως η Ολυμπία και η Επίδαυρος,… … Dictionary of Greek
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
Αλεξάκης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος. Καταγόταν από την Καλαμάτα. Πριν από την Επανάσταση ήταν έμπορος στη Μόσχα. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και κατέβηκε στην Ελλάδα, αφού πούλησε όλα του τα υπάρχοντα. Τέθηκε επικεφαλής σώματος που συντηρούσε… … Dictionary of Greek
ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… … Dictionary of Greek
τεστ ψυχολογικά — Ειδικές ψυχοδιαγνωστικές μέθοδοι, δηλαδή ιδιαίτεροι τύποι ψυχολογικής εξέτασης, που εφαρμόζονται στον άνθρωπο και κατ’ εξαίρεση και σε ζώα. Η αρχή στην οποία βασίζονται τα ψυχολογικά τεστ είναι πολύ απλή. Ο εξεταστής υποβάλλει έναν ή… … Dictionary of Greek